Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η ελεύθερη αλιεία αντιμετωπίζει παγκόσμια σοβαρή κρίση τα τελευταία χρόνια Η κρίση αυτή εκφράζεται με τη στασιμότητα ή τη δραματική μείωση των αποθεμάτων του πλανήτη, ιδιαίτερα ορισμένων υψηλής εμπορικής αξίας αλιευμάτων, όπως οι τόνοι, ο ξιφίας, ο μπακαλιάρος, η ρέγκα και πολλά άλλα βενθοπελαγικά και μεταναστευτικά είδη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η παγκόσμια αλιευτική παραγωγή έχει σταθεροποιηθεί γύρω στα 100 εκατ. τόνους με τάσεις παραπέρα μείωσης.
Οι καλύτεροι ειδικοί αναλυτές λένε ότι, αν συνεχιστεί το σημερινό σύστημα εκμετάλλευσης, το μέλλον της ελεύθερης αλιείας είναι σκοτεινό και η αλιευτική οικονομία κινδυνεύει να καταρρεύσει. Σύμφωνα μάλιστα με την άποψη του διάσημου ειδικού στο θέμα D. Pauly η σημερινή τάση οδηγεί στην πρόβλεψη ότι σε 20 χρόνια αντί για ψάρια τα αλιευτικά εργαλεία θα ψαρεύουν ζωοπλαγκτό. Έχει, επίσης, εκτιμηθεί ότι τέσσερα από τα δέκα επτά μεγαλύτερα αλιευτικά πεδία του κόσμου θεωρούνται ήδη κατεστραμμένα, ενώ άλλα εννέα βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Οι αιτίες είναι πολλές, η βασικότερη όμως είναι η εξαντλητική αλιεία που ασκείται παγκόσμια με υπερσύγχρονα εργαλεία και μεθόδους. Τα σκάφη του υπερεξοπλισμένου και πολυάριθμου αλιευτικού στόλου σαρώνουν σε όλη την υδρόγειο τα πάντα με τις τράτες τους ή τα δίχτυα τους, που τα απλώνουν σε χιλιάδες χιλιόμετρα. Πολλά απ' αυτά τα σκάφη είναι τεράστια σε μέγεθος και λειτουργούν ως πλωτά εργοστάσια μη αφήνοντας κυριολεκτικά τίποτε πίσω τους, καθώς ψαρεύουν. Το τραγικό είναι ότι από το αλίευμα τους κρατούν ένα μικρό μόνο μέρος, ενώ πετούν πάλι στη θάλασσα ό,τι άχρηστο και νεκρό από την τεράστια βιομάζα που συλλέγουν. Ανάμεσα στα απορριπτόμενα αλιεύματα, συχνά επειδή απαγορεύεται η εμπορία τους, βρίσκονται συνήθως και είδη ζώων, όπως δελφίνια, φάλαινες, θαλάσσιες χελώνες, πουλιά, κτλ. , που είναι σπάνια και κινδυνεύουν με αφανισμό. Εξίσου δραματικές είναι και οι οικολογικές επιπτώσεις στα φυσικά οικοσυστήματα με την αλλοίωση των βιότοπων, τη ρύπανση τους, τη διαταραχή των φυσικών πληθυσμών, κτλ. Η εικόνα συχνά θυμίζει νεκρές και στείρες θάλασσες. Στη Μεσόγειο, στην οποία ανήκουν και οι ελληνικές θάλασσες, η κατάσταση εμφανίζεται λίγο καλύτερη για δυο βασικούς λόγους, πρώτον γιατί η μεσογειακή αλιεία εξαιτίας της παραγωγικής φτώχειας της κλειστής αυτής θάλασσας δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει βιομηχανική, επειδή κυρίως έχει μικρό όγκο και μεγάλη ποικιλομορφία αλιευμάτων, και δεύτερον γιατί το ανάγλυφο και η γεωμορφολογία της Μεσογείου επιτρέπουν να έχει ακόμα αρκετά παρθένα ή λίγο εκμεταλλευόμενα πεδία (π. χ. βαθιά νερά, ύφαλοι) ή είδη (π. χ. σαρδέλα).
Με βάση τα παραπάνω, κανείς ενήμερος επιστήμονας δε θα συμβούλευε να γίνουν άστοχες και επισφαλείς επενδύσεις στην ελεύθερη αλιευτική εκμετάλλευση. Η τάση που επικρατεί σήμερα και που στηρίζεται στα πορίσματα των πιο σύγχρονων ερευνών είναι να υπάρχει στενή και αδιάκοπη επιστημονική παρακολούθηση των αλιευτικών αποθεμάτων, ώστε να καθοδηγούνται σωστά οι ψαράδες και να ψαρεύουν το παραγωγικό πλεόνασμα που τα αποθέματα αυτά παράγουν, χωρίς να εξοντώνουν τους ιχθυοπληθυσμούς με υπεραλίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, οι πληθυσμοί αυτοί αναπόφευκτα θα καταρρεύσουν. Δεν μπορεί, λοιπόν, να ψαρεύονται στο Θρακικό πέλαγος ανεξέλεγκτες ποσότητες γαύρου ούτε άλλων βενθοπελαγικών ειδών, γιατί τότε τα αποθέματα αυτά θα συνεχίζουν να μειώνονται και στο τέλος ίσως χαθούν τελείως. Δεν είναι θέμα πολιτικής αλλά ορθολογικής διαχείρισης. Μπαίνει δηλαδή και εδώ το δόγμα της λεγόμενης αειφορικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, το οποίο σήμερα είναι κυρίαρχο στην παγκόσμια πρακτική της διαχείρισης.
Οι γενικές αυτές αρχές πιστεύεται ότι πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για τα σχέδια ανάπτυξης της αλιείας της Θάσου.
Μάνος Κουτράκης
Ερευνητής του Ινστιτούτου
Αλιευτικής Έρευνας Καβάλας
Παν. Σ. Οικονομίδης
Καθηγητής του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης