Πρωταρχικής σημασίας γεγονός για τον τρόπο ζωής των Θασίων αποτελούσε η Γέννα. Η Γέννα είναι όχι μόνο η φυσική διαιώνιση του είδους, αλλά και η διαδοχή των γενεών, μέσα στη μικροκοινωνία του χωριού. Αυτή τη γέννα, λοιπόν, όπως γινόταν την παλιά εποχή στη Θάσο, καταγράψαμε κι εμείς, μέσα από τις αφηγήσεις γηραιών Θασίων, ανδρών και γυναικών.
Προετοιμασία της Γέννας
Όσο πλησίαζε ο καιρός της γέννας, στο σπίτι που περίμεναν το ευτυχές γεγονός γινόταν οι σχετικές προετοιμασίες. Η έγκυος καλούσε τη μαμή κι εκείνη, αφού την εξέταζε, αποφαινόταν για το πότε περίπου θα γεννήσει. Υπήρχε πάντα μια περίοδος χάριτος μιας εβδομάδος, πριν ή μετά τη λήξη της 9μήνης κύησης. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι πρακτικές μαμές, παρά την έλλειψη επιστημονικών γνώσεων, σπάνια έκαναν λάθος στην ακριβή ημερομηνία του τοκετού!
Οι γυναίκες του σπιτιού έκοβαν παλιά θασίτικα "φ'στάνια", από τους ποδόγυρους έκαναν τις "φασκιές" ή "τυλίχτρες" και από άλλα σημεία τα "κωλόπανα" ή "κωλοπάνια". Στη συνέχεια, τα έβραζαν σε ζεματιστό νερό και τα φύλαγαν σε καθαρό μέρος.
Ο πατέρας ή κάποιος από τους φίλους του κατασκεύαζε την ξύλινη κούνια. Τις περισσότερες φορές η κούνια αυτή πήγαινε από μωρό σε μωρό μέσα στην οικογένεια. Η κούνια αυτή δεν ήταν η πιο συνηθισμένη κούνια στα σπίτια της Θάσου.Στα περισσότερα θασίτικα σπίτια η κούνια ήταν μια αιώρα. Αποτελούνταν από δυο πασσάλους που ενώνονταν με ένα γερό πανί ή κουβέρτα, ώστε να δημιουργείται ένα κοίλωμα για την εναπόθεση του μωρού. Αυτή την κατασκευή την κρεμούσαν με δυο μακριά σχοινιά από δυο χαλκάδες του ταβανιού, τις "χαρταλαμίδες", είτε επάνω από το κρεβάτι του ανδρόγυνου είτε δίπλα, ώστε να μπορεί η μητέρα - χωρίς κόπο - να σηκώνεται τη νύχτα, για να κουνά και να νανουρίζει το μωρό της, "θασίτικη ευρεσιτεχνία".
Η Μαμή
Πρωταγωνίστρια σε μια γέννα, εκτός από την έγκυο, ήταν η μαμή. Εκείνο τον καιρό, στα χωριά της Θάσου δεν υπήρχαν ούτε μαιευτήρες ούτε μαίες με επιστημονική κατάρτιση. Οι λιγοστοί γιατροί του νησιού δεν μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν και να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες, γι' αυτό οι πρακτικές μαμές ήταν αρμόδιες για μια γέννα. Η μαμή, σε κάθε χωριό, ήταν μια γριά ή μια ώριμη γυναίκα, που είχε μαθητεύσει κοντά σε κάποια άλλη πρακτική μαμή και κατείχε την τεχνική του έργου της μαίας κατά τον τοκετό. Η τεχνική αυτή που στηριζόταν σε παλιά έθιμα και στην εμπειρία τόσων χρόνων άσκησης του επαγγέλματος, ήταν περίπου όμοια σε όλες τις μαμές της Θάσου. Οι υπηρεσίες που πρόσφεραν αυτές οι πρακτικές μαίες, όπως η παροχή ιατρικών συμβουλών, φαρμακευτικών βοτάνων, σιροπιών και αλοιφών για κάθε νόσο, καθώς επίσης και η στάση τους ως συμβούλων κάθε έγγαμης γυναίκας για γυναικολογικά προβλήματα, και, πολλές φορές για προβλήματα συζυγικών και οικογενειακών σχέσεων, ήταν πολύτιμες, σ' κείνη την εποχή της έλλειψης ιατρικής περίθαλψης και νοσηλείας. Δεν ήταν πάντοτε αλάθητες, αλλά κανείς αλάθητος σ' αυτόν τον κόσμο! Αξίζει, λοιπόν, κάθε τιμή και έπαινος στις πρακτικές μαμές της Θάσου!
Η Γέννα
Επιτέλους έφθανε η μεγάλη μέρα! Άρχιζαν στην έγκυο οι "μάγνες", όπως ονόμαζαν στη Θάσο τους πόνους του τοκετού. Αμέσως ειδοποιούσαν και έφθανε η μαμή στο σπίτι. Πολλές φορές, μάλιστα, ήταν τόσο σίγουρη για την ακριβή ημερομηνία της γέννας που έφθανε μόνη της, πριν την καλέσουν. Ερχόταν με τις "αλλαξιές της και τα στρωσίδια της", γιατί θα ζούσε αρκετές μέρες δίπλα στη λεχώνα. Ολόκληρο το σπίτι βρισκόταν πια κάτω από τις εντολές της! Πρώτη της δουλειά ήταν να εξετάσει την έγκυο, για να διαπιστώσει σε πιο στάδιο εξέλιξης βρισκόταν ο τοκετός. Η εξέταση γινόταν είτε με το δάκτυλο, κολπικά, είτε με απλή ψηλάφηση της κοιλιάς. Από τις συγγένισσες και τις φιλενάδες της επίτοκης η μαμή διάλεγε δυο - τρεις, ρωμαλέες και έμπειρες, που θα ήταν οι λεγόμενες "δέχτρες" και θα εκτελούσαν καθήκοντα βοηθού μαίας. Αμέσως καθαριζόταν το δωμάτιο και, αν έκανε κρύο, θερμαινόταν. Απαγορευόταν η είσοδος σ' αυτό σε όλους, εκτός από τις απασχολούμενες με τον τοκετό. Έφερναν ένα εικόνισμα της Παναγίας, άναβαν ένα κερί και προσεύχονταν, επίτοκος, μαμή και "δέχτρες" για την αίσια έκβαση του τοκετού. Η κατάσταση είναι πάντοτε αβέβαιη σε μια γέννα και η "εξ ύψους βοήθεια" είναι απαραίτητη! Έβραζαν νερό στη χύτρα του τζακιού. Οι γυναίκες του σπιτιού έτριβαν χοντρό αλάτι, που είχαν τότε για τις οικιακές ανάγκες, και το μετέβαλαν σε πολύ ψιλό. Έφερναν στο δωμάτιο, φρεσκοπλυμένη με νερό και σαπούνι, μια ογκώδη πέτρα, τη λεγόμενη "σκαμνιά". Μέχρι να φθάσει η ώρα του τοκετού, η μαμή έβαζε την έγκυο να περπατάει μέσα στο δωμάτιο, για να "κατέβει" πιο γρήγορα το παιδί κι εκείνη να πονάει λιγότερο. Όταν η μαμή έκρινε ότι "ήρθε η ώρα", τοποθετούσε μια καθαρή πετσέτα επάνω στη "σκαμνιά" και οι "δέχτρες" βοηθούσαν την επίτοκο να καθίσει σ' αυτή και να ανοίξει τα πόδια της, για να "πετάξει" πιο εύκολα το παιδί. Οι "δέχτρες" έσφιγγαν με τα χέρια τη μέση και την κοιλιά της ετοιμόγεννης, για να "πέσει" πιο γρήγορα το παιδί και να μην ανέβει επάνω το ύστερο και το ... πνίξει! Επίσης έβαζαν τα μαλλιά της, που ήταν τότε μακριά, στο στόμα της, για να της προκαλέσουν ναυτία. Πίστευαν ότι έτσι θα γινόταν οι "μάγνες" δυνατότερες και ταχύτερη η έξοδος του παιδιού. Η μαμή, γονατιστή ανάμεσα στα σκέλια της επιτόκου, την υποβοηθούσε με κατάλληλες κινήσεις και συμβουλές, κάνοντας το λεγόμενο "ξαγώγισμα", δηλαδή με λαδωμένα δάκτυλα προέβαινε σε κάποια διάνοιξη του κόλπου.
Το νεογνό
- Μόλις το νεογνό "έπεφτε" , η μαμή έκοβε τον ομφάλιο λώρο με ένα καθαρό ψαλίδι και τον έδενε με μια κλωστή. Αν το νεογέννητο δεν έκλαιγε, το τσιμπούσε για να κλάψει ή το "τίναζε". Αν και πάλι η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα, μια "δέχτρα" το τσιμπούσε στον πρωκτό με ένα λεπτό κούφιο καλαμάκι. Έπρεπε, οπωσδήποτε, το μωρό να κλάψει, για να πεισθούν ότι "έχει ζωή". Η μαμή έπλενε το νεογέννητο σε χλιαρό νερό. Τη θερμοκρασία του νερού τη δοκίμαζε με τον αγκώνα της. Εάν το σημείο αυτό του χεριού της ανεχόταν τη θερμότητα, τότε ήταν κανονική για το μωρό. Μετά το πλύσιμο, έπαιρνε τριμμένο αλάτι και πασπάλιζε το σώμα του μωρού, για να μην μυρίζει άσχημα, όπως έλεγαν, όταν μεγαλώσει. Κάποιες μαμές το "αλάτισμα" το έκαναν διαλύοντας το αλάτι μέσα στο χλιαρό νερό του μπάνιου. Το μωρό θα έμενε αλατισμένο για τρεις μέρες. Η μαμή λέρωνε τα δάχτυλα της στη μαυρίλα του τζακιού και έκανε στο πρόσωπο του μωρού μια μουντζούρα, για να μην το ματιάζουν. Όταν ήταν "αλατισμένο", το τύλιγε στις "φασκιές" και στα "κωλοπάνια" σφικτά, φροντίζοντας το κορμί, τα χέρια και τα πόδια να είναι σε ευθεία θέση, για να γίνει το παιδί ευθυτενές. Το σύστημα του φασκιώματος του μωρού, τουλάχιστον στον ύπνο, θα έπρεπε να συνεχιστεί επί ένα χρόνο περίπου. Η μαμή, κάνοντας μαλάξεις με το χέρι της, προσπαθούσε να διορθώσει τυχόν δυσμορφία του κρανίου, της μύτης ή των χειλιών του μωρού. Μ' ένα μαντίλι τύλιγε το κρανίο του, για να "σφίξει". Ζύμωνε και μαλάκωνε με τα χέρια της αγνό κερί και το άπλωνε, για προστασία, στο "απαλό" του κρανίου του μωρού. Τέλος η μαμή, με κάθε επισημότητα, έπαιρνε στην αγκαλιά της το φασκιωμένο μωρό και το παρουσίαζε, για λίγο, στον πατέρα και στους άλλους συγγενείς, για να δώσει τα "συγχαρίκια" και να δεχτεί ένα φιλοδώρημα, ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και το φύλο του νεογέννητου. Ένα "γερό αγόρι" ήταν ό,τι περίμενε ο κάθε πατέρας! Το κορίτσι γινόταν δεκτό ευχάριστα, μόνο αν ο ερχομός του ακολουθούσε τη γέννηση άλλου ή άλλων αγοριών! Είναι και αυτό δείγμα της πατριαρχικής κοινωνίας που συναντούμε στη Θάσο.
Η Λεχώνα
Εν τω μεταξύ, οι "δέχτρες" είχαν καθαρίσει τη λεχώνα και η μαμή της έριχνε στον κόλπο με το χέρι αγνό λάδι, για να "μαλακώσει και να απολυμάνει τα μέσα της". Στη μέση της λεχώνας έδενε τρίχινο σκοινί, που έπρεπε να το "φέρει" 40 μέρες, για να "σφίξουν τα μέσα της". Το σκοινί αυτό αποκτούσε, έτσι, "γονιμοποιητικές ιδιότητες". Το φορούσαν στη συνέχεια οι στείρες για να αποκτήσουν παιδιά. Την πρώτη μέρα το φαγητό της λεχώνας ήταν μόνο "κρεμμυδοζούμι", δηλαδή μια σούπα ζεστή, που μαγείρευε η μαμή με πολλά κρεμμύδια, ρύζι και λάδι. Επίσης την πρώτη μέρα της έδιναν και πολλά τσάγια. Η λεχώνα, επί οκτώ ημέρες, δεν έπινε κρύο νερό και δεν έτρωγε ούτε κρέας και ψάρι ούτε ψωμί ούτε κάτι αλμυρό. Για οκτώ μερόνυχτα η λεχώνα δεν σηκωνόταν καθόλου από το κρεβάτι, για να "κλείσει", όπως πίστευαν. Για 40 μέρες δεν έβγαινε έξω και δεν έμενε ούτε ένα λεπτό μονάχη! Σύμφωνα με το έθιμο, αν δεν υπήρχε κάποιος μέσα στο σπίτι, άφηναν μια σκούπα όρθια δίπλα της για προστασία. Για 40 ημέρες κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει στο σπίτι μετά το ηλιοβασίλεμα, ούτε και αυτοί που συγκατοικούσαν μαζί της! Αν υπήρχε απόλυτη ανάγκη, τότε θυμιάτιζαν καλά τον εισερχόμενο με λιβάνι, τον "σταύρωναν" και άφηναν έξω από το σπίτι τα παπούτσια του, το πανωφόρι του και το καπέλο του. Μετά το σαραντάημερο η πρώτη έξοδος της λεχώνας ήταν η επίσημη μετάβαση της με το νεογνό στην εκκλησία, με την συνοδεία των δικών της, για να ευχαριστήσει το θεό και να πάρει την ευχή της εκκλησίας. Αν υπήρχε ανάγκη εξόδου νωρίτερα, μπορούσε να γίνει με τη συμπλήρωση εικοσαήμερου, οπότε έπαιρνε ευχή "μισού σαραντισμού". Αμέσως μετά τη γέννα, επιπλέον, η μαμή, που ζούσε στο ίδιο δωμάτιο με την λεχώνα και την υπηρετούσε σε όλα, χάραζε τρεις σταυρούς πίσω από την πόρτα για την προστασία της από κάθε κακό. Με όλα αυτά τα έθιμα καλυπτόταν η προστασία της υγείας της λεχώνας και η ασφάλεια της, στην περίοδο αδυναμίας που βρισκόταν.
Το Μωρό
Τρεις μέρες μετά την γέννηση του, η μαμή έκανε το επίσημο λουτρό του μωρού, με την παρουσία όλης της οικογένειας, των συγγενών και των φίλων. Όλοι έριχναν νομίσματα μέσα στην λεκάνη για τη μαμή και εύχονταν στους γονείς. Παράλληλα, "ασήμωναν" (προσέφεραν) και κάποιο δώρο για το νεογνό ή τη λεχώνα. Την ίδια μέρα ερχόταν και ο παπάς να διαβάσει μια ευχή για το νεογνό. Η μαμή γιάτρευε, με το δικό της τρόπο, τις πρώτες ασθένειες του μωρού.
- Με σκόνη καφέ θεράπευε τα συγκάματα.
- Γιάτρευε το έκζεμα στο κεφάλι, το λεγόμενο "μούρα", αλείφοντας δυο τρεις μέρες με λάδι το ασθενές σημείο.
- Μ' ένα έμπλαστρο από ξερά σύκα διέλυε το πρήξιμο, "το αμπέλι", στα χεράκια ή τα ποδαράκια του μωρού.
- Αν το νεογέννητο κινδύνευε να πεθάνει αμέσως μετά τη γέννα και δεν βρισκόταν ιερέας εκείνη την ώρα, τότε η μαμή το ύψωνε προς την ανατολή και έλεγε: "Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σε ονομάζω.....': και του έδινε ένα όνομα, επειδή δεν έπρεπε το παιδί να πεθάνει αβάπτιστο.
Σύμφωνα με την διαιτητική της πρακτικής μαμής, το μωρό πρέπει να θηλάζει μέχρι δυο και τριών χρονών. Όταν γίνει ενός έτους, μπορεί να πάρει και άλλες τροφές, οι οποίες όμως, προηγούμενα, θα έχουν μασηθεί λίγο από τη μητέρα. Αυτές τις μασημένες τροφές τις έλεγαν "μιαμ-μιαμ". Κατά την περίοδο του θηλασμού τύλιγαν ένα λουκούμι σ' ένα τουλπάνι και το κρεμούσαν με σπάγκο από κάποιο σημείο της κούνιας. Έτσι το μωρό, πιπιλώντας το τουλπάνι, ξεγελούσε τη πείνα του και δεν έκλαιγε! Υπήρχε και εθιμική πρόβλεψη για το μέλλον του παιδιού, ανάλογα με τη μέρα της γέννησης του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το λαϊκό θασίτικο τραγούδι που προφητεύει:
"Δευτέρα, Τρίτη πλούσιος,
Τετάρτη κακογραμμένος,
Πέμπτη κακορίζικος,
Παρασκευή ο ξένος
και το Σαββατοκύριακο ο αντρειωμένος."
Έτσι γεννιόταν τα παιδιά εκείνον τον παλιό και όχι και τόσο καλό καιρό στη Θάσο, το νησί μας. Και αυτά τα παιδιά έγιναν άνδρες και γυναίκες, που έγραψαν με το μόχθο τους και την αξιοσύνη τους τη νεότερη ιστορία του όμορφου αυτού νησιού!
Μάλαμα Ελένη, Μαντέχου Στέλλα