Ο Γάμος και η σχετική εθιμοτυπία

Ο γάμος και τα έθιμα που σχετίζονται με αυτόν, δε θα μπορούσαν να μην κατέχουν μια εξίσου σημαντική θέση στην πολιτιστική εξέλιξη της Θάσου, αφού ο γάμος αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός. Σύμφωνα με τις παραδόσεις της Θάσου, η πιο ενάρετη και κοινωνικά αποδεκτή εκδοχή του γάμου ήταν αυτή, σύμφωνα με την οποία ο γάμος ξεκινούσε σωστά μόνο με προξενιά.

Υπάρχει μάλιστα κι ένα σχετικό τραγουδάκι που έλεγαν σε αυτές τις περιπτώσεις:

"Βρε παλικάρι αν μ' αγαπάς
π' σνχνοδιαβαίν’ζ και δεν μιλάς;
Στείλε προξενήτρες στη μάνα μου
και προξενιτάδες στο μπάρμπα μου.

Λόγος-Αρραβώνας

Όμως, πριν από το ιερό μυστήριο του Γάμου, προηγείται η τελετή του αρραβώνα. Εκείνα τα χρόνια, αυτό το προκαταρκτικό στάδιο του γάμου τελούνταν με έναν αρκετά περίπλοκο τρόπο.

Ο νέος που "ήθελε " μια κοπέλα, γνωστοποιούσε στους γονείς του τα αισθήματά του, χωρίς, πολλές φορές, να έχει μιλήσει με την ίδια την κοπέλα ή να την γνωρίζει, τουλάχιστον, από κοντά. Οι γονείς, αν συμφωνούσαν, καλούσαν την προξενήτρα για να ειδοποιήσει τους γονείς της κοπέλας, ότι πρόκειται να ζητήσουν το χέρι της κόρης τους. Η νέα δεν έπρεπε να ξέρει και πολλά - πολλά! Η υποδοχή της προξενήτρας με ευχάριστο τρόπο σήμαινε και έγκριση του γαμπρού. Αν δεν ήταν σύμφωνοι με το προξενιό, μουντζούρωναν το μέτωπό της και την έστελναν πίσω.

Ο γαμπρός με τους γονείς του περίμεναν την επιστροφή της με αγωνία. Αν τους έφερνε ευχάριστη είδηση, της πρόσφεραν ένα μεγάλο δώρο. Ο ρόλος της προξενήτρας την εποχή εκείνη, δεν ήταν μόνο το αίσιο τέλος του προξενιού. Έπρεπε, με τον τρόπο της, να πείσει τους γονείς του κοριτσιού για τα προσόντα του γαμπρού. Δηλαδή για το πόσο καλός, εργατικός, τίμιος και άξιος σύζυγος θα ήταν. Η επιτυχία της σε όλα και η σύναψη του αρραβώνα έδινε, τέλος, το δικαίωμα σ΄ αυτή τη γυναίκα να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στα σπίτια και των δύο, όπου έτρωγε και έπινε όσο ήθελε.

Στη συνέχεια, ετοιμάζονταν το σπίτι του κοριτσιού, γίνονταν πολλά φαγητά, πίτες και σαραγλί και έφθανε ο γαμπρός με τους γονείς του. Η κοπέλα, με χαμηλωμένα μάτια, έκανε μια μετάνοια (βαθιά υπόκλιση) και φιλούσε το χέρι του πεθερού και της πεθεράς. Έφερνε έπειτα με το δίσκο γλυκό του κουταλιού και τους κερνούσε. Τώρα, έπρεπε να αποσυρθεί στην κάμαρά της, γιατί όλοι οι άλλοι, χωρίς την παρουσία της, έπρεπε να κουβεντιάσουν για την προίκα της! Γιατί η νύφη έπρεπε να έχει τα προικιά της, αλλά και ο γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να έχει το σπίτι του!

Όταν όλα είχαν τακτοποιηθεί και τα είχαν συμφωνήσει, το νέο ζευγάρι "είχε δώσει ΛΟΓΟ''.

Την επόμενη Κυριακή καλούσαν τον παπά και τους συγγενείς στο σπίτι της νύφης για την τέλεση του "ΑΡΡΑΒΩΝΑ''. Κουμπάρος, για να "περάσει " τις βέρες, θα ήταν ο νονός του γαμπρού. Οι προετοιμασίες ήταν πολλές, τα φαγητά πλούσια, όπως και τα δώρα που ανταλλάσσονταν. Στο ζευγάρι χαρίζονταν χρυσαφικά, συνήθως οικογενειακά κειμήλια. Η νύφη, οπωσδήποτε, θα χάριζε πουκάμισο στον πεθερό και στ’ αδέρφια του γαμπρού, ύφασμα για "φ’στάν' " στην πεθερά και τις κόρες ή τις μεγαλύτερες νύφες της. Κάλτσες και παντόφλες, για όλους, ήταν απαραίτητες. Στη συνάντηση αυτή ορίζονταν και η ημερομηνία του γάμου. Τους γονείς της κοπέλας ενδιέφερε αυτό, για να "ξεφορτωθούν" την ευθύνη της κόρης, ενώ το γαμπρό για να γνωρίζει αν τον επόμενο Οκτώβρη θα έχει σίγουρη "εργατίνα'' για το μάζεμα της ελιάς! Εύκολα, λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο γάμος, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, είχε και οικονομική βάση!

Γάμος

Σε ορισμένη Κυριακή, κυρίως του Σεπτέμβρη, γιατί από τον Οκτώβρη άρχιζαν οι ελιές, τελούνταν το ιερό μυστήριο του Γάμου.

Μια εβδομάδα νωρίτερα, τρία ανύπαντρα κορίτσια ή και περισσότερα, έπλεναν τα προικιά της νύφης. Άναβαν στην αυλή του σπιτιού φωτιά και "στήναν'' τα καζάνια, για να ζεστάνουν το νερό. Σε τρία σκαφίδια, στη σειρά, οι φίλες της νύφης έριχναν νερό. Αμέσως οι μητέρες των μελλόνυμφων, πρώτα, και μετά οι στενοί συγγενείς και οι φίλοι "ασήμωναν", δηλ. έριχναν χρήματα, τα οποία και μοιράζονταν οι κοπέλες που έπλεναν.

Το ξέβγαλμα των ρούχων γίνονταν κοντά στη βρύση, για να έχουν μπόλικο νερό. Ύστερα, έδεναν σκοινιά στην αυλή και άπλωναν, αφήνοντας τα ρούχα για να στεγνώσουν τρεις μέρες! Τότε περνούσαν όλες οι "κουτσομπόλες " του χωριού και τα μετρούσαν: Τυχερός ο γαμπρός! Μπράβο στην προξενήτρα!

Ακολουθούσε το σιδέρωμα με τη συνοδεία παραδοσιακών νυφιάτικων τραγουδιών. Μετά, τα μικρά κομμάτια τοποθετούνταν σε πανέρια ή κρεμόταν με σκοινιά στο ταβάνι, ενώ τα μεγαλύτερα γίνονταν "στοίβες". Η νύφη έπρεπε να έχει δυο μπαούλα! Αν άλλαζε χωριό, η προίκα φορτώνονταν σε τρία μουλάρια, ένα των οποίων, οπωσδήποτε, θα ήταν άσπρο. Σε κάθε μουλάρι έβαζαν από ένα παιδί επάνω, συνήθως αγόρι, και με βιολιά και λαούτο πήγαιναν τα προικιά στον προορισμό τους. Αν άλλαζε μόνο σπίτι, τότε κουβαλούσαν την προίκα στα χέρια μέσα από το χωριό, για να τη δουν οι χωριανοί πριν από το γάμο!

Εφόσον όλα είχαν ετοιμαστεί, ένας συγγενής της νύφης και ένας του γαμπρού έβγαιναν για τα καλέσματα. Σε κάθε σπίτι άφηναν μερικά κουφέτα ή λίγες χρυσές κλωστές, τα "τέλια". Οι καλεσμένοι μπαινόβγαιναν στα δυο σπίτια όλες τις μέρες πριν το Μυστήριο, βοηθούσαν στις ετοιμασίες και έφερναν ως δώρα για το νέο ζευγάρι, συνήθως, σκεύη για το νέο νοικοκυριό.

Την Κυριακή ο γαμπρός με τους δικούς του καλεσμένους και με τα όργανα πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου. Εκεί γινόταν το παραδοσιακό κέρασμα, κάποιο γλυκό για τις γυναίκες, ρακί και μια μπουκιά ψωμοτύρι για τους άνδρες, και ξεκινούσαν όλοι για το σπίτι της νύφης. Φθάνοντας έπρεπε να σταματήσουν τα τραγούδια και τα ρυθμικά παλαμάκια, για να γίνει ησυχία, ώστε να μπορέσει ο γαμπρός να βρει την κρυμμένη στο σπίτι νύφη. Κωμικοτραγικές σκηνές διαδραματίζονταν εκεί, ανάλογα με το χαρακτήρα και τα ελεγχόμενα ή μη νεύρα του γαμπρού!

Σε πολλά σπίτια του νησιού υπάρχουν τα σημάδια κάποιου ανυπόμονου νέου, πάνω σε μισογκρεμισμένους τοίχους ή μισοσπασμένες πόρτες και παράθυρα! Στους νέους που έκρυβαν, συνήθως, την κοπέλα, ήταν υποχρεωμένος να υπόσχεται διαρκώς κάποια δώρα, τραπέζια, χρήματα κλπ, μέχρι να μείνουν ικανοποιημένοι και να αποφασίσουν να του τη φανερώσουν!

Τώρα, ο γαμπρός φιλούσε τη νύφη και της πρόσφερε μια ανθοδέσμη. Εκείνη αποχαιρετούσε τους δικούς της με χειροφίλημα και μετάνοια, και, ανάμεσα σε δυο νεαρούς συγγενείς της, ακολουθούσε τον γαμπρό! Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρώτος στην πομπή ήταν ο γαμπρός, συνοδευόμενος από δυο νεαρές συγγένισσές του, και τρίτος ο κουμπάρος, πάλι ανάμεσα σε δυο νεαρούς ή νεαρές, αντίθετα από το δικό του φύλο.

Όλοι ξεκινούσαν για τη εκκλησία με τη συνοδεία ντουφεκιών και γνωστών θασίτικων τραγουδιών του γάμου, όπως :

Η ΝΥΦΗ ΜΑΣ

Γαμπρέ - γαμπρέ, τη νύφη μας

καλά να τη φυλάγεις

και τακτικά περίπατο,

γαμπρέ, να την εβγάνεις.

Η νύφη μας είναι μικρή,

μικρή και χαϊδεμένη

και από μικρή στα βάσανα

δεν είναι μαθημένη.

Τη νύφη μας την είχαμε

στην κόλλα διπλωμένη

και τώρα σου τη δίνουμε

σεμνή και τιμημένη.

ή

ΣΗΜΕΡΑ ΓΑΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ

Σήμερα γάμος γίνεται,

σήμερα άσπρη μέρα,

σήμερα αποχωρίζεται

μάνα από θυγατέρα.

Να τόξεραν τ' αδέρφια σου

που γίνεται η χαρά σου,

θα σκίζανε τη μαύρη γη

να ‘ρθουν στα στέφανά σου.

Νύφη μου, το φουστάνι σου

αγγέλοι σου το ράψαν

και στη δεξιά σου την πλευρά

το σύζυγό σου βάλαν.

Νύφη μ', στο σπίτι που θα πας

καλά να τους θυμίσεις

την πεθερά, τον πεθερό

καλά να τους τιμήσεις.

Η νύφη και ο γαμπρός ήταν ντυμένοι, συνήθως, παραδοσιακά. Η κοπέλα φορούσε λευκό θασίτικο "φ’στάνι'', τσικέτο με χρυσά κεντήματα και στο κεφάλι μαντίλα στολισμένη με φλουριά. Ο νέος φορούσε, κι αυτός, τη θασίτικη βράκα, αμάνικο γιλέκο, λευκό πουκάμισο και κάλτσες.

Άξιο αναφοράς είναι το λεπτό και ακριβό γούστο των κατοίκων της Θάσου, που αντανακλούσε στις τοπικές ενδυμασίες του νησιού, απαραίτητο συστατικό κάθε μεγάλης εορτής. Συγκεκριμένα, τα νυφικά τους υφάσματα τα έφτιαχναν με λεπτό μεταξωτό ή βαμβακομέταξο ύφασμα. Τα καλύτερα από αυτά είχαν στο άνοιγμα του στήθους και γύρω από τα μανίκια μεταξωτές μπιμπίλες (λεπτές δαντέλες που κεντιούνται με βελόνα) που σχημάτιζαν τα "κοκοράκια". Από πάνω φορούσαν τον "αλατζά", ένα γιλέκο με στενά μανίκια που κατέληγε σε "γλώσσες" (επιμήκεις προεκτάσεις του μανικιού), ραμμένο από ριγέ μεταξωτό ή βαμβακομέταξο ύφασμα σε ράφτη του νησιού και κεντημένο από τον ίδιο στο στήθος και στις γλώσσες με χρυσά κορδόνια. Μετά, φορούσαν το αμάνικο φουστάνι, επίσης ραμμένο από ράφτη σε ακριβή στόφα ή ταφτά και κεντημένο με χρυσό, στο άνοιγμα του στήθους. Στη μέση, έβαζαν την μεταξωτή ποδιά που ήταν στολισμένη γύρω με πλισεδάκι, δαντέλες χρυσές ή διαφορετικού χρώματος στόφα. Η ζώνη ήταν διακοσμημένη με σμάλτο, όμοιου σχεδόν τύπου με τις θρακιώτικες ζώνες. Το μαύρο τσόχινο γιλέκο ήταν το πιο βαριά χρυσοκεντημένο ρούχο που φορούσαν και για το λόγο αυτό ο ράφτης και ο κεντητής του πληρωνόταν με λίρες. Στις αρχές του αιώνα πρόσθεσαν τις γλώσσες των μανικιών στο τσόχινο γιλέκο, κάνοντας το έτσι να φαίνεται με διπλά μανίκια. Στο στήθος έκλειναν το άνοιγμα του πουκαμίσου με χρυσή και πολλές φορές διαμαντένια καρφίτσα. Τα μαλλιά των γυναικών της Θάσου ήταν πλεγμένα σε κοτσίδες. Τα τύλιγαν γύρω από το χαμηλό κόκκινο φέσι του οποίου ο "τεπές" (θολωτή κορυφή καπέλου ή φεσιού) ήταν χρυσοκέντητος ή "στρωμένος" με 4 ή 5 φλουριά. Κάτω από τις κοτσίδες ή πάνω σε αυτές τύλιγαν ένα κίτρινο σταμπωτό βαμβακερό μαντίλι. Τέλος, τις καθημερινές ή στην εκκλησία έριχναν μια μαντίλα μάλλινη και σταμπωτή στους ώμους. Οι κάλτσες, πλεχτές ή αγοραστές ήταν άσπρες, μάλλινες το χειμώνα και βαμβακερές το καλοκαίρι. Βελούδινες κεντητές παντόφλες ήταν αρχικά τα συνήθη υποδήματα των γυναικών της Θάσου, τα οποία γρήγορα αντικαταστάθηκαν από μαύρα, δερμάτινα παπούτσια με κορδόνια. Δείγματα πάντως παραδοσιακής θασίτικης ενδυμασίας μπορεί κανείς να απολαύσει σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις του νησιού στις οποίες συμμετέχουν συγκροτήματα παραδοσιακών χορών αλλά και στο Δημοτικό Μουσείο Καβάλας.

Ιακωβίδου Μαριάνθη

Καραπαναγιώτου Φωτεινή

Τσαλίκη Δέσποινα