Τα Θασίτικα του Σωτήρη Γερακούδη είναι βιβλία ενός «ακριβού πολιτισμού». Συλλογικού και ανεκτίμητου. Είναι ένα σπουδαίο έργο «τοπικής αυτογνωσίας» που ξεπερνάει τα στενά όρια της ηθογραφίας και κινείται διαρκώς και αενάως μεταξύ μνήμης και καθημερινότητας, παράδοσης και ζωής. Μέσα σε αυτό το παιχνίδισμα με το χρόνο, κυρίαρχο ρόλο παίζει η χρήση της ντοπιολαλιάς. Ένα «γλωσσικό εργαλείο» που εκτινάσσει το διηγηματικό μέρος της συλλογής σε δυσθεώρητα ύψη ενδιαφέροντος και κάνει τα μικρά κείμενα να μοιάζουν με λογοτεχνικά κομψοτεχνήματα.
Μπορεί το κυρίαρχο στοιχείο των «διηγημάτων–στιγμιoτύπων» (κάτι σαν «αυτοβιογραφικά χρονογραφήματα») να είναι το απίθανο (έως λιποθυμίας) έμφυτο χιούμορ του συγγραφέα τους, εν τούτοις πίσω από αυτό ξεπροβάλλει ένα εξαίσιο δείγμα λαϊκής ψυχογραφίας. Ένα αφηγηματικό ρυάκι από γάργαρες και επιούσιες ιστορίες της «καθ’ ημάς ταπεινότητας». Ένας «αφηγηματικός παράδεισος» ανθρωπιάς και αυθεντικότητας.
Μετά το Αχ, γιόκα μ’ μι τα ιλλινικούδια σ’ (2000), το Πνας άντρα μ’ να ζμώσου; (2005) και το Μπάρμπα, έχουμ’ καλάθ’; (2007), ο Σωτήρης Γερακούδης εμπλουτίζει τον «κύκλο» της «θασίτικης φιλολογίας» με το λυτρωτικό και άκρως… πολιτικό Του αφόρ κι του πουφόρ, αφού ο σπαρταριστός επίλογος με την αλληλογραφία Γιώρ’ (Παπανδρέου) και Σουτήρ’ (Γιαρακούδ’) έρχεται και τα… σπάει κανονικά!
Και σε αυτό το βιβλίο, η «γλυκιά μανιέρα» του Γερακούδη παραμένει το ίδιο ελκυστική και γόνιμη. Το ίδιο αθώα και περιεκτική. Το ίδιο αληθινή. Ο Γερακούδης διατηρεί μία ξεχωριστή σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Οι «ήρωές» του είναι «χειροπιαστοί». Οι «μύθοι» του, εγκόσμιοι και γήινοι. Γανωμένοι, θαρρείς, στα υπέροχα εργαστήρια των καφενείων και αγιασμένοι από την πηγή του Αρχάγγελου. Και όλα αυτά, με μία θαυμαστή απόσταση από κάθε είδους φολκλορισμούς και γραφικότητες.
Ο τόπος για τον Γερακούδη δεν είναι μία νατουραλιστική αφήγηση. Η λατρεία του για αυτόν δεν εκδηλώνεται με «τουριστικές κορώνες» και συναισθηματικές υπερβολές. Η Θάσος στα κείμενά του είναι «μαρτυρία» μπολιασμένη στην «ευωδιά της φτώχειας». Ένα τοπίο από ψυχές. Πότε ηλιόλουστο και φωτεινό και πότε νοτισμένο από μια ξαφνική μπόρα που έφερε ο αέρας από τον Μπάμπουρα και την Αστρίδα. Γι’ αυτό ίσως και ο περιορισμένος γεωγραφικός χώρος μέσα στον οποίο «κινούνται» οι ιστορίες του, αποπνέει μία αίσθηση οικουμενικότητας. Ειδικά όταν η σκωπτική του διάθεση φιλτράρεται με το σεβασμό και την αγάπη για όλους αυτούς που «συμμετέχουν» (θέλοντας και μη) στην ευλογημένη του συνάφεια.