παραδοσιακή αρχιτεκτονική;

4Η λαϊκή μας αρχιτεκτονική είναι η τέχνη οικοδόμησης για τη δημιουργία ομορφιάς και χρησιμότητας, με την εναρμόνιση των πλάνων και των όγκων και τον πλουτισμό της αρχιτεκτονικής άρθρωσης μέσα στην ίδια τη λειτουργία της.

Το ουσιαστικό στοιχείο της ελληνικής τέχνης που δένεται με τον άνθρωπο είναι το σπίτι. Το σπίτι, λοιπόν, στις πιο διαφορετικές μορφές του, εκπροσωπεί την αρχιτεκτονική του λαού μας, που προσπαθεί να δέσει την ομορφιά και την αρμονία των γραμμών και όγκων με την λειτουργικότητα, στην προσπάθεια να λύσει συγκεκριμένα προβλήματα της κατοικίας. Η κάτοψη κάθε σπιτιού έχει για προέλευση της το «κελί», το μονόσπιτο, όπως το ονόμασε ο λαός, σπίτι με ένα δωμάτιο, το ελάχιστο απαραίτητο για τις ανάγκες σε μια αρχέγονη κατοικία. Από αυτό το μονόσπιτο, λοιπόν, προήλθαν οι διάφοροι τύποι σπιτιών της Λαϊκής αρχιτεκτονικής. Καθορισμένοι από το κλίμα, τα υλικά, τις τεχνικές γνώσεις των μαστόρων, των οικονομικών μέσων που διέθεταν, και των κοινωνικών και εθνικών ορίων της χώρας και κάθε περιοχής. Χάρη, σ' αυτά τα δεδομένα, τα κτίρια αυτά αποκτήσαν κοινά γνωρίσματα, που τους εξασφάλισαν μέσα στο χρόνο και στο χώρο την ένταξη τους στην αρχιτεκτονική γεωγραφία της χώρας.

Το μονόσπιτο έπρεπε να στεγάσει τους ανθρώπους, να προστατέψει τα ζώα και τους καρπούς της γης. Αυτές οι τρεις ανάγκες καθόριζαν οργανικά και λειτουργικά την εσωτερική σύνθεση του σπιτιού και την εξωτερική μορφή του. Με τον καιρό προστέθηκαν, λοιπόν, βάσει αυτών των αναγκών και άλλα στοιχεία: ένα δωμάτιο, το χαγιάτι, ο στάβλος κ.λ.π. Και έτσι το μονόσπιτο απόκτησε τη διάρθρωση ενός ολοκληρωμένου σπιτιού με όλα του τα χρήσιμα και τίποτε το ανώφελο. Σύμφωνα με τη διαμόρφωση του εδάφους τα σπίτια αναπτύχθηκαν στο ύψος, στο πλάτος ή και στις δύο κατευθύνσεις μαζί. Ο τύπος του σπιτιού που επικρατεί στη Θάσο και κυρίως στα χωριά μας είναι το διώροφο λόγω της κλίσεως του εδάφους, το μισοϋπόγειο προορισμένο, κυρίως, για αποθήκες και στάβλο και ο οροφος για κατοικία.

ΥΛΙΚΑ

Τα οικοδομικά υλικά είναι η πέτρα, τόσο άφθονη στην ορεινή χώρα. Aσβεστολιθικής φύσης, χρησιμοποιείται ακατέργαστη για τους τοίχους και χοντρολαξεμένη σε αγκωνάρια για τις γωνίες. Υπέρθυρα και ορθοστάτες είναι συχνά από μονόλιθους αδροκατεργασμένους.

Το ξύλο παίζει σημαντικό ρόλο στη λαϊκή οικοδομική, αντικαθιστώντας το σίδερο.
Το μεταχειρίζονται, κυρίως, για να κάνουν μ' αυτό ζώνες που δένονται με τα δοκάρια του πατώματος, σχηματίζοντας έτσι ένα οριζόντιο σκελετό ξύλινου οπλισμού, ορατό σε όλη την επιφάνεια του κτιρίου. Οι εσωτερικοί τοίχοι γίνονται, κυρίως, από ξύλο και γέμισμα από αργιλώδη γη, πλασμένη με το χέρι και πέτρες ανάμεσα (τσατμάς). Εκεί, όμως, που φαίνεται η δεξιοτεχνία των λαϊκών ξυλοτεχνιτών είναι οι στέγες, τα χαγάτια και τα μπαλκόνια.

Ο ασβέστης (ακριβό υλικό) χρησιμοποιείται, κυρίως, για το σοβά και το βάψιμο.

Το σίδερο, υλικό που εισάγεται από έξω, είναι ακριβό και χρησιμοποιείται για την κατασκεύη οικοδομικών είδων, όπως σιδεροδεσιές, φουρούσια, άγκυστρα, κιγκλιδώματα, σιδεριές στα παράθυρα, και αντικείμενα, όπως κλειδαριές και πόμολα.

 

Ο τρόπος δόμισης εξαρτάται από τον οικονομικό συντελεστή, από τα οικοδομικά υλικά που διαθέτουν, τον προσδιορισμό του κτιρίου και από την περιοχή που βρίσκεται, ανάλογα με το έδαφος. Στις φτωχότερες ορεινές περιοχές οι εξωτερικοί τοίχοι είναι από ξερολιθιά ή λασποδομή και οι εσωτερικοί με τσατμά. Ο σοβάς γίνεται μόνο στους  εσωτερικούς τοίχους και σπάνια στους εξωτερικούς πέτρινους, όπου προσδίδουν μια πλαστικότητα στην όψη. Οι διαστάσεις που έχουν οι πόρτες και τα παράθυρα, συνήθως, σε σχήμα ορθογώνιο, δεν υπερβαίνουν σημαντικά το μπόι του ανθρώπου. Έτσι εκθέτουν λιγότερες επιφάνειες στις κακοκαιρίες και στις επιδρομές. Όταν ένα ανθρώπινο ον ή ένα τοπίο γεμίζουν την κενή επιφάνεια τους, τα ανοίγματα αυτά μοιάζουν κορνίζες, που πλαισιώνουν μια ζωντανή ζωγραφική σύνθεση!

Το εσωτερικό των σπιτιών είναι σύνθεση από αρχιτεκτονικούς χώρους που οι διαστάσεις τους είναι στην κλίμακα ανθρώπου. Ακόμα και στα πλούσια σπίτια οι χώροι υποδοχής δεν είναι υπέρμετρα μεγάλοι, για να μην ταράζουν την ατμόσφαιρα οικειότητας που τα χαρακτηρίζει. Βασικά στοιχεία του εσωτερικού διακόσμου είναι η «μουσάντρα» ή «μεσάντρα», ένα είδος αποθήκης - ντουλάπας. Μέσα στο πάχος των τοίχων και στο ύψος των χεριών τοποθετούνται ερμάρια και θυρίδες εμφανείς ή κλειστές, όπου τοποθετούνται τα σκεύη καθημερινής χρήσης.

Το τζάκι έχει την ιδιαίτερη θέση του μέσα στο σπίτι. Το πιο συνηθισμένο σχήμα του τζακιού είναι αυτό που εξέχει στο δωμάτιο, με την καμινάδα ενσωματωμένη στον τοίχο.

Το μιντέρι, τυπικό έπιπλο ανεξάλειπτο από τον οντά, είναι ένα συνεχές ντιβάνι - καναπές με στρώματα, που εκτείνεται κατά μήκος μιας πλευράς του δωματίου ή εκατέρωθεν του τζακιού ή και στις τρεις πλευρές του δωματίου θυμίζοντας το Βυζαντινό τρίκλινο - την ημέρα χρησιμοποιείται για καναπές και τη νύχτα για περίσσιο κρεβάτι για φιλοξενούμενους.

Ποιοι ήταν αυτοί οι ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ που δημιούργησαν την ΛΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ;

  Ο λαϊκός αρχιτέκτονας ήταν όχι μόνο ένας δοκιμασμένος οικοδόμος, αλλά και ένας έμπειρος μάστορας σε διάφορες τέχνες. Ας σημειωθεί ότι οι πετράδες ήταν ταυτόχρονα και χτίστες και υπήρξαν, με τους ξυλουργούς, από τους καλύτερους οικοδόμους. Η μαθητεία τους, από γενιά σε γενιά, άρχιζε από την παιδική ηλικία, κοντά στον «πρωτομάστορα» και διαρκούσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους. Η γνώση των παραδόσεων που ταυτίζονταν με την ιστορία της χώρα ς τον βοηθούσε να κρατά από τις παραδόσεις τα ζωντανά στοιχεία τους και να τα προσαρμόζει στο έργο του. Έτσι η παράδοση, αντί να μείνει στατική και νεκρή, εξελισσόταν σταθερά και βιώσιμα.

Τα έργα των λαϊκών αυτών αρχιτεκτόνων μαρτυρούν επιμέλεια, γνώση, πείρα στοχαστικού καλλιτέχνη. Φανερώνουν την πίστη, την αγάπη που έτρεφαν για την τέχνη τους.

Η Λαϊκή μας Τέχνη, λοιπόν, η οποία απλώνεται σε όλους τους τομείς της ζωής, συγγενεύει με την τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας στα πλαστικά χαρίσματα και με την Βυζαντινή Τέχνη στην αίσθηση του αρχιτεκτονικού χώρου - για ατομική κατοίκηση και για ομαδική λατρεία: σπίτι - εκκλησία.

Στη Θάσο αναπτύχθηκε το 18ο και 19ο αιώνα, εποχή κατά την οποία αναπτύχθηκαν τα χωριά της ενδοχώρας. Κάτω από τη μακροχρόνια απειλή της πειρατείας, ο πληθυσμός και οι παραγωγικές του δραστηριότητες μετακινήθηκαν στο εσωτερικό του νησιού. Το πλούσιο φυσικό περιβάλλον, που ευνοούσε τη γεωργική οικονομία, το ορεινό δασωμένο τοπίο και το ηπειρωτικό κλίμα του νησιού συνετέλεσαν στην ανάπτυξη αρχιτεκτονικών τύπων και μορφών πολύ διαφορετικών απ' ό,τι στα άλλα νησιά του Αιγαίου.

Η αραιή σύνδεση με την ξηρά, επίσης, συνέβαλε στη δημιουργία ορισμένων τοπικών ιδιοτυπιών, ως προς την αρχιτεκτονική του ευρύτερου Μακεδονικού χώρου.

Στη Θάσο η ομοιογένεια της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, πέρα από τις τοπικές ιδιομορφίες, οφείλεται σε κοινές διαδικασίες και τεχνικές κατασκευής. Αναφέρεται από ντόπιους ότι συνεργεία «Αρβανιτάδων» κατασκεύασαν κτίρια που η μορφολογία τους τα κατατάσσει στον 19ο αιώνα. Η προφορική παράδοση, όμως, αναφέρει ότι στο κτίσιμο ενός σπιτιού συμμετείχε και βοηθούσε σχεδόν όλη η κοινωνία του χωριού, παράγοντας και μεταφέροντας τα δομικά υλικά.

Πέρα, λοιπόν, από τα βασικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Θάσου, κάθε χωριό ανέπτυξε δικά του ιδιαίτερα γνωρίσματα και θα άξιζε τον κόπο να γίνει μια πιο βαθιά ανάλυση ξεχωριστά, για την ανάδειξη των στοιχείων αυτών που προσδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε χωριού.

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΙΣΤΟΣ

Κοινός παρανομαστής στην οργάνωση όλων των παραδοσιακών οικισμών της Θάσου φαίνεται να είναι η αρχική επιλογή της τοποθεσίας, όπου σκόπευαν να τους ιδρύσουν. Η επιλογή γινόταν με βάση ορισμένα κριτήρια:

  1. Η θέση έπρεπε να αποτρέπει ή να αποθαρρύνει την πειρατική επιδρομή. Έτσι αναζητούσαν το κατάλληλο μέρος στο εσωτερικό του νησιού, αθέατο από τη θάλασσα.
  2. Η ύπαρξη κατάλληλου νερού ήταν βασική για το νέο οικισμό. Μέχρι σήμερα, η υδροδότησή τους εξασφαλίζεται από πήγες.
  3. Το έδαφος είναι πάντα επικλινές (από 15% - 30% ). Στα πιο ομαλά σημεία τοποθετούνται οι ναοί και αναπτύσσονται οι πλατείες.
  4. Ο προσανατολισμός, όπου το επιτρέπουν οι συνθήκες, είναι νότιος.

Με βάση ιδιαίτερα την επίδραση της γεωμορφολογίας, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τους οικισμούς σε τρεις τύπους: γραμμικό, κεντρικό και κανονικό. Ο Θεολόγος, ο Σωτήρας και το παλιό τμήμα της Ποταμιάς, εμφανίζουν ανάπτυξη γραμμική, δηλαδή οργάνωση και επέκταση κατά μήκος σε ένα κεντρικό άξονα. Στους οικισμούς Μαριές, Καλλιράχη, Ραχώνι και Καζαβήτι, όπου το έδαφος εμφανίζεται με πολύ ισχυρές κλίσεις, ακολουθήθηκε μια μορφή οργάνωσης πιο κεντρική. Μια πλατεία σε κατάλληλη θέση είναι το σημείο άφιξης στον οικισμό. Με αυτή συνδέεται ένα πλέγμα δρόμων που ορίζουν το δίκτυο κίνησης. Ο οικισμός του Κάστρου έχει οργάνωση κανονική, με κέντρο του χωριού την πλατεία και την εκκλησία. Το Μικρό Καζαβήτι (Παραχώρα) εκτείνεται κάτω από την πλαγιά με την ονομασία Σπαθί και έχει ανάπτυξη γραμμική. Ένας ελικοειδής δρόμος, που ακολουθεί τις καμπύλες του εδάφους, είναι ο κεντρικός άξονας απ' όπου ξεκινούν τα μικρά δρομάκια που συνδέουν τα σπίτια μ΄ αυτόν.

Στην οργάνωση των οικισμών πρωταρχική σημασία έχει η ιδιωτικότητα και παντού ιεραρχήθηκε πρώτη ως προς την κοινωνικότητα. Αυτό φαίνεται από την ουσιαστική έλλειψη δημοσίων χώρων. Οι ναοί συμμετέχουν στον ιστό του οικισμού, χωρίς να αποτελούν πόλους οργάνωσης του χώρου. αντίθετα αποτελούν μια αυτοτέλεια, ανάλογη των κατοικιών με περιφραγμένη την αυλή. Ζωντανό παράδειγμα η εκκλησία του Μικρού Καζαβητίου, ο Άγιος Γεώργιος.

Η αγροτική παραγωγή και η εμπορία προϊόντων, όπως ξυλεία, λάδι, μέλι εξασφάλιζαν την επάρκεια και τη βιωσιμότητα της οικονομίας του τόπου. Γι' αυτό δεν υπήρχε η ανάγκη μεταποιητικών επαγγελμάτων. κάθε οικογένεια εξοικονομούσε τα απαραίτητα σε επίπεδο οικοτεχνίας. Γι' αυτό και οι οικισμοί απαρτίζονταν, κατά κύριο λόγο, από κατοικίες, με εξαίρεση τους υδρόμυλους, απαραίτητους για την άλεση δημητριακών και κυρίως της ελιάς. Ένα τυπικό δείγμα είναι και ο υδρόμυλος του Μικρού Καζαβητίου.

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σχολικά κτίρια εντάσσονται στους ναούς και αρχίζουν να εμφανίζονται επαγγελματικοί χώροι στα ισόγεια των κατοικιών, όπως καφενεία και παντοπωλεία. Στο Μικρό Καζαβήτι κατασκευάσθηκε στον αυλόγυρο του ναού το πρώτο σχολείο και το πρώτο καφενείο που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού, απέναντι από την παλιά βρύση η οποία κατασκευάσθηκε κατά το τέλος του 19ου αιώνα. Έτσι το κοινωνικό μοντέλο, βάσει του οποίου διαμορφώθηκαν οι οικισμοί, ήταν η ιδιωτική οικογενειακή ζωή, κλεισμένη στα όρια της ιδιοκτησίας. Μόνη κοινωνική δραστηριότητα έμενε η τακτική επαφή με το ναό, καθώς και οι μεγάλες γιορτές και τα μυστήρια, όπως γάμοι, βαφτίσια κ.λ.π.

ΤΥΠΟΛΟΓΙΕΣ ΣΠΙΤΙΩΝ

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των τύπων κατοικίας είναι ο διαχωρισμός κύριων και βοηθητικών χώρων κατά στάθμες. Στους ισόγειους (ή ημιυπόγειους) χώρους διαμορφώνονται ο στάβλος και οι αποθήκες και στον όροφο η κατοικία. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι κατοικίας. τα παλιότερα διατάσσονται αρχικά με κάτοψη μορφής Γ, όπου το εγκάρσιο σκέλος προβάλει ισχυρά στον όροφο, το επίμηκες σκέλος διαμορφώνεται με χαγιάτι. Τυπικό σπίτι αυτής της εποχής με χαγιάτι είναι αυτό με την περιφραγμένη αυλή, όπου αναπτύσσονται βασικές λειτουργίες της καθημερινής ζωής της αγροτικής οικογένειας, όπως ο φούρνος και ο υπόστεγος χώρος, όπου γίνονταν και το υπαίθριο μαγείρεμα. Το χαγιάτι, εκ των υστέρων, κλείστηκε για προφύλαξη από τον καιρό.

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εκδηλώνεται η προτίμηση προς τον κλειστό τετραγωνικό τύπο, όπου έχουμε μια περίπου τετραγωνισμένη κάτοψη. Στον όροφο, όπου αναπτύσσεται η κατοικία, έχουμε κεντρική διάταξη και κλειστούς χώρους ( δωμάτια ), που καταλαμβάνουν όλο το εμβαδόν της κάτοψης, με ανοίγματα συχνά προς όλους τους ελεύθερους προσανατολισμούς. Στους δύο βασικούς τύπους κατοικίας θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλους δύο τύπους, μικρότερου μεγέθους. Ο ένας παραλλαγή του πλατυμέτωπου με χαγιάτι, διώροφος, χωρίς το εγκάρσιο σκέλος σε τετραγωνική κάτοψη. Είναι δίχωρος, με εξωτερική πέτρινη σκάλα και μπαλκόνι, που, πολλές φορές, κάτω από αυτό περνά δρόμος ή μονοπάτι. Τυπικό σπίτι του Μικρού Καζαβήτιου. Όταν η είσοδος είναι από το δρόμο κατευθείαν στον όροφο λόγω της κλίσεως, το μπαλκόνι είναι ανεξάρτητο πάνω από το ισόγειο προς την αυλή. Η επικοινωνία με το ισόγειο γίνεται τότε με εσωτερική σκάλα στο πάτωμα του ορόφου. Ο δεύτερος τύπος είναι κατοικία τετραγωνικής κάτοψης, σε δύο παραλλαγές μονώροφη ή διώροφη, και συναντάται σε συνοικισμούς εποχιακής εγκατάστασης. Τύπους αυτής της κατοικίας βρίσκουμε ακόμη στην Αλυκή.

Βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά των σπιτιών είναι η πέτρινη σκάλα, η τοξωτή θύρα εισόδου, που χαρακτηρίζει γενικά τη Θασιακή παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Το τοξωτό υπέρθυρο της πόρτας διαμορφώνεται με θολίτες από μάρμαρο, συνήθως, σε ελαφρά εσοχή ως προς την επιφάνεια του τοίχου. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο, που συναντάμε στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Θάσου και που βρίσκουμε σε σπίτια του Μικρού Καζαβητίου, είναι η λοξή απότμηση γωνίας του κτιρίου προς δημόσιο χώρο, που διαμορφώνεται με λαξευτούς μαρμάρινους ή πέτρινους γωνιόλιθους. Οι καπνοδόχες είναι απλές, τετραγωνικές, πέτρινες και προεξέχουν αρκετά από την πέτρινη σκεπή των σπιτιών. Συχνά στο Μικρό Καζαβήτι βλέπουμε τις καπνοδόχες αυτές διακοσμημένες στην απόληξη τους με πήλινο πιθάρι.

Φωτεινή Τερζή,
Aρχιτέκτων,
(πρώην πρόεδρος Συλ/γου Αρχιτεκτόνων Καβάλας.)
*οι φωτογραφίες είναι από το ημερολόγιο 2003 των μαθητών Γυμνασίου.