H νήσος Θάσος τοποθετημένη από το χέρι του Θεού στο βόρειο Αιγαίο, γειτνιάζει με την πόλη της Καβάλας. Είναι όμως κοντά και στα μεγάλα αστικά κέντρα της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης. Από παλαιά οι εμπορικές συναλλαγές όπως και άλλες δραστηριότητες σε σχέση με τις ανωτέρω πόλεις είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μίας πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς, που χαρακτηρίστηκε από πλήθος Βυζαντινών στοιχείων, τα οποία διαφαίνονται και διατηρούνται έως και τις ημέρες μας.
Βυζαντινής τεχνοτροπίας και ύφους είναι και οι ενδυματολογικές επιλογές των Θασίων γυναικών. Η τοπική ενδυμασία των αντρών, δεν έχει κανένα σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Η νησιώτικη βράκα ισορροπεί ανάμεσα στα σκέλη, που κλείνουν κάτω απ' το γόνατο. Γιλέκο σταυρωτό, παπούτσια χαμηλά, με μάλλινη κάλτσα, και κάλυμμα κεφαλιού μαύρο, σαν καθιστό φέσι.
Έτσι, στην γυναικεία φορεσιά συναντούμε βαριά και φίνα υφάσματα όπως βελούδο, μετάξι κ.α. χρυσοκεντημένα με φιστόνι και σε σχεδιαστικά μοντέλα που φανερώνουν το αρχαιοελληνικό και βυζαντινό πνεύμα στην ενδυμασία.
Στο σύνολο της η φορεσιά, η οποία φοριόταν έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και σε μεμονωμένες περιπτώσεις από γερόντισσες ως τις ημέρες μας αποτελείται από το «φστάνι», το «πκάμσο», την «τραχηλιά», τον «αλατζά», το «τσικέτο», την «ποδιά», το «ζουνάρ», το «σπαλέτο» και τα «σκφούνια».
Τα βαρύτιμα, κυρίως μεταξωτά φστάνια ή φστάρες συναντώνται σε ποικίλους χρωματικούς συνδυασμούς όπως ροζ, φους, γαλάζιο κ.α. είτε μονόχρωμα είτε διανθισμένα με μοτίβα ομοίου ή άλλου χρώματος. Αμάνικα και μακριά, σχεδόν ως τον αστράγαλο, στολίζονται στο V της λαιμουδιάς και στον ποδόγυρο με χρυσαφί σιρίτια και άλλα πολύχρωμα γαϊτάνια. Ιδιαίτερα φαρδιά στο κάτω άκρο φοριούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν τα λεγόμενα «κανάτια».
Στο χωριό Πρίνος τα φστάνια παρουσιάζονται μονόχρωμα σε μαύρο, σκούρο μπλε, βυσσινί και όχι λουλουδάτα. Έχουν μικρό σκίσιμο στα πλαϊνά του ποδόγυρου και είναι κεντημένα με σιρίτια και πούλιες.
Η τραχηλιά και το πκάμισο χρησιμοποιούνται ως εσώρουχα και είναι λευκά. Έτσι, μέσα από τη φστάρα, στη λαιμουδιά φοράνε την τραχηλιά, βαμβακερή ή μεταξωτή και είναι ένα χειροτέχνημα από κοπτό και δαντέλα. Η κα Άννα Παπαγεωργίου από τον Πρίνο, μας περιγράφει με απαράμιλλο τρόπο όπως παρακάτω:
«Πκάμισο το λεν, όχι πουκάμισο, θα το γράψεις όπως το λέγαν. Είναι μακρύ μέχρι τον αστράγαλο κι από κατ' έχει δαντελίτσα με «κουτσούδες», πλεκτό με το βελονάκι, άσπρο και αυτό κι η δαντέλα και τα μανίκια είναι πιο κοντά γιατί «μπαιν από παν ο αλατζάς». Δε θα βγει το πκάμισο απ'το «χερότ», ίσα-ίσα να φαίνεται λίγο η δαντέλα».
Ο αλατζάς είναι ένα κοντό γιλέκο μεταξωτό ή βελούδινο. Έχει στενά μανίκια, που καταλήγουν στα χερότια. Ο καλός αλατζάς είναι κεντημένος με χρυσό φιστόνι, ενώ ο καθημερινός με μαύρο. Συναντάται συνήθως σε χρώμα κόκκινο, καφέ, βυσσινί, πράσινο και κυπαρίσσι.
Το τσικέτο είναι το γιλέκο που φοράνε πάνω από τον αλατζά. Φτιάχνεται από μαύρο ή μπλε βαθύ βελούδο και είναι χρυσοκεντημένο στο περίγραμμα του, στην πλάτη και στα μανίκια, το λεγόμενο «ολόπλακο». Από τσόχα καλής ποιότητας είναι ραμμένα τα χειμερινά τσικέτα για να είναι πιο ζεστά, όλα κεντημένα με βάση τη φαντασία των Θασίων γυναικών. Πραγματικά έργα τέχνης.
Οι ποδιές είναι άλλοτε πολύχρωμες με τριαντάφυλλα και άλλα σχέδια στην ύφανση τους και μονόχρωμες. Οι λουλουδάτες είναι συνήθως στρογγυλές στο κάτω μέρος και έχουνε πολλά «χαραλαμπίδια», δηλαδή πιέτες, δαντέλες, νερβύρ κ.α. ενώ οι μονόχρωμες είναι κεντημένες στο μέσο τους ή στη μπορντούρα με κλωστές ζωηρού χρώματος ροζ, κροκί, κίτρινο. Οι Πρινιότικες ποδιές είναι οι περισσότερες βυσσινί ήμαύρες, κεντημένες επίσης με ολόπλακο και στολισμένες πολλές φορές με φλουριά. Ποδιές υπάρχουν και υφαντές. Είναι μάλλινες με «σταμνάκια» και άλλα σχέδια και φοριούνται ως καθημερινές το χειμώνα. Σε αυτές συχνά ράβουνε πούλιες.
Κάτω από την ποδιά φοράνε το ζουνάρ το οποίο είναι μονόχρωμο, κυρίως μάλλινο ενώ τα υφαντά ζουνάρια είναι βαμμένα με λουλάκι. Πάνω από το ζουνάρ και την ποδιά βάζουνε τη «πόρπα» ή αλλιώς το «μπακιροζούναρο».
Στο κεφάλι φορούν το σπαλέτο, που είναι μία μαντίλα μεγάλων διαστάσεων, την οποία είτε την αφήνουν να πέφτει ριχτή, είτε τη δένουν γύρω από το λαιμό. Κάτω από το σπαλέτο τοποθετούν ένα μικρό φέσι, πάνω στο οποίο τυλίγουν τις πλεξούδες τους και το «σαρίκι», που είναι ένα κομμάτι υφάσματος ή μαντήλι χρώματος βυσσινί, καφέ, κίτρινου κ.α.
Οι γυναίκες της Θάσου, σημειώνουμε ότι παλαιότερα είχανε πλεξίδες, οι οποίες πολλές φορές έφταναν έως την «κλείτσα», δηλαδή την κλείδωση του γόνατου. Τέλος, στα πόδια φοράνε τα σκφούνια, άσπρες κάλτσες πλεχτές με βελόνες, που το χειμώνα είναι μάλλινες και το καλοκαίρι βαμβακερές. Όσον αφορά τα υποδήματα πριν από την εμφάνιση των δερμάτινων παπουτσιών φορούσανε βελούδινες παντόφλες ή πασούμια.
Καταγράφοντας πληροφορίες για τα κοσμήματα που στολίζουν τη φορεσιά ακούσαμε την κυρία Γαλάνη Παναγιώτα να μας αφηγείται:
«στη λαιμουδιά φορούσαν καρφίτσες χρυσές και καδένες. Είχε η γιαγιά 'μ μια καδένα μπρούστο μάλλον την έλεγαν, με πέτρες κόκκινες, μπλε και κίτρινες. Αυτό το έπιανε όχι στο τσικέτο, αλλά επάν στο φστάνι, εδώ που έχει τα νερβύρια. Φορούσαν και σκλαρίκια. Φλουριά έβαζαν οι πλούσιες στην ποδιά».